- προπαίρνω
- (αόρ. προπ||ρα) μετ. обл набрасываться (на кого-л.), ругать (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προπαίρνω — ΝΜ 1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του 2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ η λυγερή νά ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι) 3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλο μσν. επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον … Dictionary of Greek
προπαίρνω — προπήρα, αποπαίρνω, μαλώνω, κατσαδιάζω κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek